ἀποκρουστικάς — ἀποκρουστικά̱ς , ἀποκρουστικός able to drive off fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονοπρόσωπος — δαιμονοπρόσωπος, ον (Μ) αυτός που έχει πρόσωπο σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο … Dictionary of Greek
εξεμώ — (AM ἐξεμῶ, έω) αποβάλλω κάτι με εμετό, ξερνώ κάτι (για τη Χάρυβδι, «ὄφρ εξεμέσειεν ὀπίσσω ἱστόν καὶ τρόπιν αὖτις», Ομ. Οδ.) μσν. νεοελλ. εκστομίζω ανεξέλεγκτα και αποκρουστικά («εξήμεσε ύβρεις») μσν. αποβάλλω με βδελυγμία («ἐξήμεσας τὸν ἰὸν τῆς… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Νέα Καληδονία — (Nouvelle Caledonie). Νησί (19.058 τ. χλμ., 222.900 κάτ. το 2003) του νοτιοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, λίγο βορειότερα από τον Τροπικό του Αιγόκερω και σε απόσταση περίπου 1.500 χλμ. από τις ακτές της Αυστραλίας.Είναι υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας … Dictionary of Greek
βαριά — επίρρ. 1. με βάρος: Περπατάς βαριά και τραντάζεται το πάτωμα. 2. ισχυρά, με δύναμη: Κάθισε βαριά στην πολυθρόνα. 3. σοβαρά: Είναι βαριά άρρωστος. 4. βαθιά: Κοιμήθηκα βαριά και δεν άκουσα τίποτε. 5. ενοχλητικά, αποκρουστικά: Το δωμάτιο είχε μια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)